- καρπωτός
- -ός,-όν A 0-2-0-0-0=2 2 Sm 13,18.19reaching to the wrist; χιτὼν καρπωτός a coat with sleeves down to the wrist
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
καρπωτός — καρπωτός, όν (Α) αυτός που φθάνει μέχρι τον καρπό τού χεριού («χιτὼν καρπωτός» χιτώνας που έχει μανίκια μέχρι τον καρπό τού χεριού, ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (ΙΙ) + ωτός (πρβλ. αγκυλ ωτός, δικτυ ωτός)] … Dictionary of Greek
καρπωτός — reaching to the wrist masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπωτόν — καρπωτός reaching to the wrist masc/fem acc sg καρπωτός reaching to the wrist neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
ԿՈՃԿԵՆԻԿ — ( ) NBH 1 1114 Chronological Sequence: Early classical, 13c ա. ԿՈՃԿԵՆԻԿ ԿՈՃԿԷՆ, ԿՈՃԿԵՆ, ի, ից. καρπωτός, ἁστραγαλώτος fructibus intextus, talaris, tali formam habens. Յօրինեալն կոճիւք կամ կոճակօք՝ աստղնեգործ. (ըստ յն. պտղաձեւ. կամվիգաձեւ.)… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԿՈՃԿԷՆ — (ի, ից.) NBH 1 1114 Chronological Sequence: Early classical, 13c ա. ԿՈՃԿԵՆԻԿ ԿՈՃԿԷՆ, ԿՈՃԿԵՆ, ի, ից. καρπωτός, ἁστραγαλώτος fructibus intextus, talaris, tali formam habens. Յօրինեալն կոճիւք կամ կոճակօք՝ աստղնեգործ. (ըստ յն. պտղաձեւ. կամվիգաձեւ.)… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)